σακχαρούχος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που περιέχει σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].