σαλαμούρα

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source

Greek Monolingual

και σαραμούρα, η, Ν
1. νερό που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλατιού και χρησιμεύει για την διατήρηση ψαριών, καρπών και άλλων εδωδίμων, άλμη
2. μτφ. πολύ αλμυρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. salamora].