σαλαμούρα

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

και σαραμούρα, η, Ν
1. νερό που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλατιού και χρησιμεύει για την διατήρηση ψαριών, καρπών και άλλων εδωδίμων, άλμη
2. μτφ. πολύ αλμυρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. salamora].