σαμπό

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. είδος ξύλινου πέδιλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sabot < γαλλ. savate «παλιό, φθαρμένο παπούτσι», κατ' επίδραση του botte «υπόδημα»].