σαρκόπλασμα
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Greek Monolingual
το, Ν
ανατ. το αδιαφοροποίητο κυτταρόπλασμα της μυϊκής ίνας, σε αντιδιαστολή με τα μυοϊνίδια, τα μιτοχόνδρια και το σαρκοπλασματικό δίκτυο, που αποτελούν το διαφοροποιημένο πρωτόπλασμα, αλλ. μυόπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sar coplasma (< σάρξ, σαρκός + πλάσμα)].