σαρκόπτερος

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόπτερος Medium diacritics: σαρκόπτερος Low diacritics: σαρκόπτερος Capitals: ΣΑΡΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sarkópteros Transliteration B: sarkopteros Transliteration C: sarkopteros Beta Code: sarko/pteros

English (LSJ)

σαρκόπτερον, with fleshy wings, Simp.in Cat.183.21.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σαρκώδεις φτερούγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινόπτερος].