σεμνοκόπος
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
σεμνοκόπον, affecting grandeur, Id.Vit.p.36 J.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μιλά με κομπορρημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος.