σερβίς

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. (ξεν. λ.) (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ-πονγκ) η πρώτη βολή της μπάλας, η πρώτη μπαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. service < servir (βλ. λ. σερβίρω)].