σημαδούρα
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
και σαμαδούρα και σαμαντούρα και σημαντούρα και τσαμαδούρα, η, Ν
1. ναυτ. ο σημαντήρας
2. μτφ. χοντρή, ακαλαίσθητη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι / σημαντήρ + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζούρα, χασούρα)].