σημαντήρι

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

το / σημαντήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
το σήμαντρο τών μοναστηριών
αρχ.
1. σφραγίδα πάνω σε κάτι που πρέπει να μείνει άθικτο
2. νομισματοκοπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. πειραχ-τήριον)].