σθένη

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μετρολ. παλαιά μονάδα μέτρησης της δύναμης στο μετρικό σύστημα ΜTS που έχει σύμβολο sn, είναι ίση με τη δύναμη η οποία προκαλεί σε μάζα ενός τόννου επιτάχυνση 1m/sec2 και ισοδυναμεί με 1.000 νιούτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sthene < σθένος.