σιγαλιά

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

η, Ν σιγαλός
(ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας) ησυχία, ηρεμία, έλλειψη κάθε είδους θορύβου («νά 'χες τη δύναμη ν' ακούς τών ουρανών τη σιγαλιά», Κ. Βάρναλης)
2. νηνεμία, άπνοια.