σιγνοφύλαξ

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Μ
φύλακας της σημαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, ποίκιλμα» + φύλαξ (πρβλ. σκευοφύλαξ)].