ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
η / σιμότης, -ητος, ΝΑ σιμός
η ιδιότητα του σιμού, το να είναι η μύτη σιμή ή το να έχει κανείς σιμή μύτη
νεοελλ.
ελαφρά κυρτότητα του καταστρώματος τών πλοίων για να φεύγουν εύκολα τα νερά.