Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιρίτι

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν
1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση
2. διακριτικό της στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με -ει- οφείλονται πιθ. στην επίδραση της λ. σειρά (πρβλ. σειρίδα «σιρίτι» < σειρά)].