σιτοκρίθον

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
το σιταροκρίθι
μσν.
είδος φόρου σε σιτάρι και σε κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κριθή.