ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
τὸ, ΜΑτο σιταροκρίθιμσν.είδος φόρου σε σιτάρι και σε κριθάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κριθή.