σκανδαλοποιός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek (Liddell-Scott)
σκανδαλοποιός: -όν, ὁ προξενῶν σκάνδαλα, πειρασμός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ό / σκανδαλοποιός, -όν, ΝΜ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ποιός].