σκανδαλώδης
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek (Liddell-Scott)
σκανδαλώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐγείρων πρόσκομμα, φέρων εἰς πειρασμός, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ες / σκανδαλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκάνδαλον
αυτός που βάζει σε πειρασμό, που σκανδαλίζει
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, τη γενική αποδοκιμασία και κατάκριση (α. «σκανδαλώδης επέμβαση» β. «σκανδαλώδης συμπεριφορά»)
μσν.-αρχ.
αυτός που εγείρει εμπόδια, προσκόμματα («τραχεῖαν ὁδὸν καὶ σκανδαλώδη», Επιφάν.).
επίρρ...
σκανδαλωδώς Ν
με σκανδαλώδη τρόπο, με προκλητικό τρόπο.