σκελλίζω

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

German (Pape)

[Seite 891] krummbeinig sein, Gloss.

Greek Monolingual

Α σκελλός
είμαι σκελλός, στραβοπόδης.