σκενδύλιον

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

German (Pape)

[Seite 892] τό, dim. von σκενδύλη, Mathem. vett.

Greek Monolingual

τὸ, Α
λαβίδαὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. του σχενδύλη «λαβίδα»].