σκερός
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
αἰδοιολείκτης, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σκερός: «αἰδοιολείκτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιολείκτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: αἰδοιολείκτης H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.