σκλάβωμα
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
Greek Monolingual
το, Ν σκλαβώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκλαβώνω, σκλαβιά, αιχμαλωσία, υποδούλωση.