σκορπίδι

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

το, Ν σκορπίς, -ίδος]
1. κοινή ονομασία δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, δηλαδή του καθαυτό σκορπιού, και του Scorpaena notata
2. το σκορπιδόχορτο.