σκορπίνα
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
η, Ν σκορπιός
ζωολ. κοινή ονομασία του συγγενικού με τον σκορπιό ψαριού Scorpaena scrofa της οικογένειας σκορπαινίδες, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι, με μεγάλα δηλητηριώδη αγκάθια στα μάγουλα και στα βραγχιακά επικαλύμματα και ζωηρό κιτρινοκόκκινο χρώμα και διάσπαρτες σκούρες κηλίδες, που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και αλιεύεται για την εύγευστη σάρκα του.