σκοταδερός

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + επίθημα -ερός (πρβλ. ζοφερός, παγερός)].