σκωληκοφάγος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκοφάγος Medium diacritics: σκωληκοφάγος Low diacritics: σκωληκοφάγος Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: skōlēkophágos Transliteration B: skōlēkophagos Transliteration C: skolikofagos Beta Code: skwlhkofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating worms or grubs, ib.592b16.

German (Pape)

[Seite 909] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.

Russian (Dvoretsky)

σκωληκοφάγος: (ᾰ) питающийся червями (ὄρνις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκοφάγος: ον [ᾰ], ὁ τρώγων σκώληκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4.

Greek Monolingual

-ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ν
αυτός που τρέφεται με σκώληκες
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος
ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος].