σοβαρότητα
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
Greek Monolingual
η / σοβαρότης, -ητος, ΝΜΑ σοβαρός
νεοελλ.
1. αξιοπρέπεια, σπουδαιότητα
2. εμβρίθεια, βαθύτητα
3. κρισιμότητα
μσν.-αρχ.
αλαζονεία, αγέρωχο ύφος.