Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σολόδερμα

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το, Ν
1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα
2. σόλα
3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα].