σουβλερός

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

και σουγλερός, -ή, -ό, Ν
αιχμηρός, μυτερός, οξύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα / σούγλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. μυτερός)].