Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
και σουγλερός, -ή, -ό, Ναιχμηρός, μυτερός, οξύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα / σούγλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. μυτερός)].