σπάλα

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωοτ. το οστό της ωμοπλάτης
2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού του σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό της ωμοπλάτης
3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» — τεμάχιο χοιρινού κρέατος το οποίο έχει ως ανατομική βάση την ωμοπλάτη και μερικές φορές και τον βραχίονα
β) «αρνήσια σπάλα» — τεμάχιο πρόβειου κρέατος το οποίο έχει ως οστέινη βάση την ωμοπλάτη, το βραχιόνιο, την κερκίδα και την ωλένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. spalla < λατ. spatula < σπάθη.