σπίλον

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπίλον Medium diacritics: σπίλον Low diacritics: σπίλον Capitals: ΣΠΙΛΟΝ
Transliteration A: spílon Transliteration B: spilon Transliteration C: spilon Beta Code: spi/lon

English (LSJ)

τό, only in plural, strings of gut, Hsch. = στέμφυλα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπίλον: τό, μόνον ἐν τῷ πληθυντ., χορδαὶ ἐξ ἐντέρων, Ἡσύχ. ΙΙ. = στέμφυλα, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. τά σπίλα
1. έντερα
2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»].