σπείρας

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

-είρατος, τὸ, Α
είδος ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος, γυναικείο ένδυμα» κατά τα σιγμόληκτα σε -ας].