σπειροχαίτη

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μικρβλ.) γενική ονομασία σπειροειδών αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων που ανήκει στην οικογένεια σπειροχαιτίδες της τάξης σπειροχαιτώδη, μερικά είδη τών οποίων είναι σοβαροί νοσογόνοι παράγοντες για τον άνθρωπο και τα κατοικίδια ζώα, προκαλώντας τη σύφιλη, την τροπική μόρωση και τον υπόστροφο πυρετό («ωχρά σπειροχαίτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spiroch(a)ete (< σπείρα + χαίτη). Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. σπειροχαιται, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].