σπουδαστικῶς
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
French (Bailly abrégé)
adv.
sérieusement;
Cp. σπουδαστικωτέρως.
Étymologie: σπουδαστικός.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστικῶς: серьезно: σ. ἔχειν Plut. обладать серьезным складом ума.