στίλβωμα

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίλβωμα Medium diacritics: στίλβωμα Low diacritics: στίλβωμα Capitals: ΣΤΙΛΒΩΜΑ
Transliteration A: stílbōma Transliteration B: stilbōma Transliteration C: stilvoma Beta Code: sti/lbwma

English (LSJ)

-ατος, τό, = στίλβωθρον, ib.47, Aët. 8.6, al.

German (Pape)

[Seite 943] τό, das glänzend Gemachte, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

στίλβωμα: τό, = στίλβωτρον, Διοσκ. 1. 57. ΙΙ. ἀπαστράπτον κόσμημα, Βυζ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στιλβῶ, -ώνω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα
μσν.
1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει
2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα
καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.)
αρχ.
εργαλείο ή υλικό χρήσιμο για στίλβωμα, στίλβωτρο.