στίλβωμα
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
-ατος, τό, = στίλβωθρον, ib.47, Aët. 8.6, al.
German (Pape)
[Seite 943] τό, das glänzend Gemachte, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στίλβωμα: τό, = στίλβωτρον, Διοσκ. 1. 57. ΙΙ. ἀπαστράπτον κόσμημα, Βυζ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στιλβῶ, -ώνω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα
μσν.
1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει
2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα
καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.)
αρχ.
εργαλείο ή υλικό χρήσιμο για στίλβωμα, στίλβωτρο.