σταδιόμετρο

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

το, Ν
(γεωδ.-τοπογρ.) οπτικό όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η σκόπευση της σταδίας κατά τη μέτρηση αποστάσεων με τη μέθοδο της σταδιομετρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].