σταμνάγκαθο

From LSJ

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόνsuspicion is a terrible evil for people

Source

Greek Monolingual

και σταμναγκάθι, το, Ν
1. ονομασία είδους του φυτού κιχώριο
2. πώμα στάμνας, κυρίως από κλαδί του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].