στασιωτικόν
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιωτικόν: τό мятежность: κατὰ τὸ σ. Thuc. бунтовщически, мятежно.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
στᾰσιωτικόν: τό мятежность: κατὰ τὸ σ. Thuc. бунтовщически, мятежно.