στεροπεύς

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

German (Pape)

[Seite 938] ὁ, der Blitzende, p. bei Plut. de occulte viv. 5.

Greek (Liddell-Scott)

στεροπεύς: ὁ· - ἀντὶ τοῦ πληθ. στεροπῆς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1129D, ὁ Wytt. διώρθωσεν ἠπεροπῆας.

Russian (Dvoretsky)

στεροπεύς: εως adj. m сверкающий, блистающий (poeta ap. Plut.).