στοιχιαῖος

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχιαῖος Medium diacritics: στοιχιαῖος Low diacritics: στοιχιαίος Capitals: ΣΤΟΙΧΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stoichiaîos Transliteration B: stoichiaios Transliteration C: stoichiaios Beta Code: stoixiai=os

English (LSJ)

α, ον, equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια.. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῖα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποδιαῖος)].