στουρνάρι

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

το, Ν
1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα
2. σκληρή και αιχμηρή πέτραχωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα»)
3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. στορυνάριον, υποκορ. του στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»].