στορύνη
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, = κατιάδιον, Aret.CD1.2.
German (Pape)
[Seite 949] ἡ, ein wahrscheinlich spitziges Werkzeug der Wundärzte (vgl. στόρθυγξ), Aret.
Greek (Liddell-Scott)
στορύνη: [ῡ], ἡ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν μετ᾿ ὀξείας αἰχμῆς, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2. (Ὡς φαίνεται συγγενὲς τῷ στόρθυγξ).
Greek Monolingual
ἡ, Α
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύνη (πρβλ. τορύνη)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: des. of a chirurg. inrtument, lancet, κατιάδιον (Aret.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; for the formation cf. τορύνη.
Frisk Etymology German
στορύνη: {storúnē}
Grammar: f.
Meaning: Bez. eines chirurg. Werkzeugs, Lanzette, κατιάδιον (Aret.).
Etymology: Unerklärt; zur Bildung vgl. τορύνη.
Page 2,804