στρεπτόκοκκος

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

ο, Ν
(μικρβλ.) γένος σφαιρικών, θετικών κατά Γκραμ βακτηρίων, κόκκων της ομάδας γαλακτοβακτήρια, οι οποίοι είναι συχνά συνδεδεμένοι σε μικρές αλυσίδες και αποτελούν αίτιο μολύνσεων στους ανθρώπους και στα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. streptocoque (< στρεπτός + κόκκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θ. Αρεταίο].