στριφτός
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
-ή, -ό, Ν στρίβω / στρίφω
1. στριμμένος, συνεστραμμένος («στριφτή κλωστή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το στριφτό τσιγάρο φτειαγμένο με το χέρι.
επίρρ...
στριφτά Μ
με στριφτό τρόπο.