στροίβηλος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροίβηλος Medium diacritics: στροίβηλος Low diacritics: στροίβηλος Capitals: ΣΤΡΟΙΒΗΛΟΣ
Transliteration A: stroíbēlos Transliteration B: stroibēlos Transliteration C: stroivilos Beta Code: stroi/bhlos

English (LSJ)

ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στροίβηλος: «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. στρεβλός με δυσερμήνευτο -οι- (βλ. και λ. στροιβός)].