στρογγυλάδα

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του στρογγυλού, στρογγυλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + κατάλ. -άδα (πρβλ. ασπράδα)].