στρογγυλώνω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω στρογγυλό κάτι, το στρογγυλεύω
αρχ.
παθ. στρογγυλοῦμαι, -όομαι
δίνω την εντύπωση του στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός.