στρογγυλώνω

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω στρογγυλό κάτι, το στρογγυλεύω
αρχ.
παθ. στρογγυλοῦμαι, -όομαι
δίνω την εντύπωση του στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός.