στρουθιόμορφα
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. η πολυπληθέστερη τάξη πτηνών, με πιο γνωστά είδη τα σπουργίτια, τις σπίζες, τα χελιδόνια, τα κοτσύφια, τις κουρούνες, τα αηδόνια, τις παπαδίτσες, τους κορυδαλλλούς, τα καναρίνια, τις καρδερίνες κ.ά., τών οποίων κύρια χαρακτηριστικά είναι οι φωνητικές τους δυνατότητες και η ικανότητά τους να κουρνιάζουν.