συγκατολισθαίνω

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

German (Pape)

[Seite 967] (s. ὀλισθαίνω), mit oder zugleich herabgleiten, -fallen, D. Sic. 1, 30.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατολισθαίνω: ἢ -άνω, ὀλισθαίνω ὁμοῦ, Διόδ. 1. 30.

Russian (Dvoretsky)

συγκατολισθαίνω: или συγκατολισθάνω соскальзывать, оползать: συγκατολισθαινούσης τῆς ἄμμου Diod. так как песок осыпается.