συμβεβάναι

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

French (Bailly abrégé)

inf. pf. ion. de συμβαίνω.

Greek Monotonic

συμβεβάναι: [ᾰ], αντί -βεβηκέναι, απαρ. παρακ. του συμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

συμβεβάναι: inf. pf. к συμβαίνω.